serré
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | serré | serrés |
θηλυκό | serrée | serrées |
serré (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | serré | serrés |
θηλυκό | serrée | serrées |
serré (fr)