set in

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας set in
γ΄ ενικό ενεστώτα sets in
αόριστος set in
παθητική μετοχή set in
ενεργητική μετοχή setting in

Ετυμολογία [επεξεργασία]

set in < → δείτε τις λέξεις set και in

Ρήμα[επεξεργασία]

set in (en)

  • μπαίνω, για βροχή, κακοκαιρία, μόλυνση κτλ., αρχίζει και είναι πιθανό να συνεχιστεί
    before the winter/the cold weather sets in - πριν μπει ο χειμώνας/το κρύο

Πηγές[επεξεργασία]