sfinkso
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sfinkso < [sfinks-]] + -o
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sfinkso | sfinksoj |
αιτιατική | sfinkson | sfinksojn |
sfinkso (eo)
- η σφίγξ