shoot down

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας shoot down
γ΄ ενικό ενεστώτα shoots down
αόριστος shot down
παθητική μετοχή shot down
ενεργητική μετοχή shooting down

Ετυμολογία [επεξεργασία]

shoot down < → δείτε τις λέξεις shoot και down

Ρήμα[επεξεργασία]

shoot down (en)

  • ρίχνω, καταρρίπτω, κάνω κάποιον ή κάτι να πέσει στο έδαφος πυροβολώντας το
    I am shooting down an enemy plane.
    Ρίχνω ένα εχθρικό αεροπλάνο.
    A large number of enemy aircraft was shot down.
    Καταρρίφθηκε μεγάλος αριθμός εχθρικών αεροσκαφών.

Πηγές[επεξεργασία]