short circuit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
short circuit | short circuits |
short circuit (en)
- (ηλεκτρολογία) το βραχυκύκλωμα
- ↪ A short circuit is frequently a cause of fire.
- Το βραχυκύκλωμα είναι συχνά αιτία πυρκαγιάς.
- ↪ A short circuit is frequently a cause of fire.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- short circuit στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | short circuit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | short circuits |
αόριστος | short circuited |
παθητική μετοχή | short circuited |
ενεργητική μετοχή | short circuiting |
short circuit (en)
- βραχυκυκλώνω, ενώνω δύο ή περισσότερα σημεία ηλεκτρικής πηγής, μεταξύ των οποίων υπάρχει διαφορά δυναμικού, προκαλώ βραχυκύκλωμα
- ↪ Be careful not to short circuit the wires.
- Πρόσεξε να μη βραχυκυκλώσεις τα σύρματα.
- ↪ The device is short circuited and doesn’t work.
- Η συσκευή είναι βραχυκυκλωμένη και δε λειτουργεί.
- ↪ Somewhere the cable is short circuiting and the power is not reaching the outlet.
- Κάπου βραχυκυκλώνει το καλώδιο και δε φτάνει το ρεύμα στην πρίζα.
- ↪ Be careful not to short circuit the wires.
- βραχυκυκλώνω, κάνω κάτι να μη λειτουργεί
- ↪ There are forces which are trying to systematically short circuit the mechanisms and functions of the state.
- Υπάρχουν δυνάμεις που προσπαθούν συστηματικά να βραχυκυκλώσουν τους μηχανισμούς και τις λειτουργίες του κράτους.
- ↪ There are forces which are trying to systematically short circuit the mechanisms and functions of the state.