shoulder
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
shoulder | shoulders |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
shoulder (en)
- (ανθρώπινο σώμα) ο ώμος
- ↪ I have broad shoulders.
- Έχω φαρδείς ώμους.
- ↪ He had an operation on his shoulder last year.
- Αυτός έκανε μια εγχείρηση στον ώμο πέρυσι.
- ↪ I have broad shoulders.