sighting

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
sighting sightings

sighting (en)

  • η εμφάνιση, το γεγονός όταν κάποιος βλέπει κάποιον ή κάτι
    new sightings of the Loch Ness monster - νέες εμφανίσεις του τέρατος Λοχνές

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

sighting (en)

Πηγές[επεξεργασία]