soapbox
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
soapbox | soapboxes |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
soapbox (en)
- (κυριολεκτικά) καφάσι μεταφοράς ή αποθήκευσης σαπουνιών
- (κατ’ επέκταση) καφάσι για κάθε προϊόν
- (ιστορία) υπερυψωμένο βάθρο απ' όπου γίνονται ανεπίσημες δημόσιες ομιλίες
Παράγωγα[επεξεργασία]
- soapboxer (ομιλητής σε δημόσιο χώρο)
- soapboxing (ομιλία σε δημόσιο χώρο, το δικαίωμα ελευθερίας λόγου)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- soapbox στην αγγλική Βικιπαίδεια