sober

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός sober
συγκριτικός soberer
υπερθετικός soberest

Επίθετο[επεξεργασία]

sober (en)

  1. νηφάλιος, ξεμέθυστος, μη μεθυσμένος
    We’ll talk about it when you’re sober and not drunk like you are now.
    Θα τα πούμε όταν είσαι νηφάλιος κι όχι μεθυσμένος όπως τώρα.
    I am staying sober.
    Παραμένω ξεμέθυστος.
  2. νηφάλιος, σοβαρός, για τους ανθρώπους και τη συμπεριφορά τους που είναι σοβαρή και λογική
    a sober estimate - νηφάλιος υπολογισμός
    He remains sober even when everyone around him loses all sense of control.
    Παραμένει νηφάλιος ακόμη και όταν όλοι γύρω του χάνουν κάθε έλεγχο της λογικής.
    He has a very sober look.
    Έχει πολύ σοβαρό ύφος.
  3. διακριτικός, σοβαρός, για χρώματα ή ρούχα που είναι απλά και όχι φωτεινά
    sober colors - διακριτικά/σοβαρά χρώματα

Πηγές[επεξεργασία]