soldeur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- soldeur < solder
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | soldeur | soldeurs |
θηλυκό | soldeuse | soldeuses |
soldeur (fr)
- αυτός που είναι εξειδικευμένος στην πώληση εμπορευμάτων σε εκπτώσεις