solvado

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

solvado < solv + -ad- + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική solvado solvadoj
αιτιατική solvadon solvadojn

solvado (eo)

la solvado de problemoj, η επίλυση προβλημάτων