sparko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sparko | sparkoj |
αιτιατική | sparkon | sparkojn |
sparko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sparko | sparkoj |
αιτιατική | sparkon | sparkojn |
sparko (eo)