spertulo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | spertulo | spertuloj |
αιτιατική | spertulon | spertulojn |
spertulo (eo)
- ο εμπειρογνώμων, ο εξπέρ