split

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
split splits

split (en)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας split
γ΄ ενικό ενεστώτα splits
αόριστος splitted
παθητική μετοχή splitted
ενεργητική μετοχή splitting

split (en)

  1. διασπώ
  2. επιμερίζω, μοιράζω
    When you travel with friends, you can always split the cost.
    Όταν ταξιδεύετε με φίλους, μπορείτε πάντα να επιμερίζετε το κόστος.
    Όταν ταξιδεύεις με φίλους, μπορείτε πάντα να μοιάζεστε το κόστος.