split
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
split | splits |
split (en)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- reverse split (οικονομία)
- stock split (οικονομία)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | split |
γ΄ ενικό ενεστώτα | splits |
αόριστος | splitted |
παθητική μετοχή | splitted |
ενεργητική μετοχή | splitting |
split (en)