squeaker

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
squeaker squeakers

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

squeaker (en)

  1. άτομο που σκούζει, φωνάζει
  2. νίκη παρά τρίχα