stanowisko

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

stanowisko (pl) ουδέτερο

  1. η θέση
    • η θέση σε μια επιχείρηση ή οργανισμό
    • η θέση εργασίας ως χώρος, το πόστο
    • η εκφρασμένη άποψη πάνω σε ένα θέμα

Συγγενικά[επεξεργασία]