stooge

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

stooge < ρωσική студент (studént)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /stuːd͡ʒ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

stooge (en)

  1. αυτός που με τη θέλησή του γίνεται τυφλό όργανο κάποιου άλλου
  2. βοηθός κωμικού