striker
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
striker | strikers |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
striker (en)
- ο/η απεργός
- ↪ The minister assured the strikers that their demands would be satisfied.
- Ο υπουργός διαβεβαίωσε τους απεργούς ότι τα αιτήματά τους θα ικανοποιηθούν.
- ↪ The minister assured the strikers that their demands would be satisfied.