sublimé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sublimé | sublimés |
θηλυκό | sublimée | sublimées |
sublimé (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sublimé | sublimés |
sublimé (fr) αρσενικό
- (χημεία) στερεά ουσία που παράγεται από άμεση συμπύκνωση ενός παραγώγου εξάχνωσης