subreptice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
subreptice | subreptices |
Επίθετο[επεξεργασία]
subreptice (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (νομικός όρος) που αποκτάται με ψευδή δήλωση
- δόλιος