suited
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | suited |
συγκριτικός | more suited |
υπερθετικός | most suited |
suited (en) (όχι πριν από το ουσιαστικό)
- κατάλληλος
- ταιριάζω, για δύο άτομα που πιθανότατα είναι ένα καλό ζευγάρι
- ↪ They seem well-suited for each other.
- Φαίνονται να ταιριάζουν μεταξύ τους.
- ↪ They seem well-suited for each other.
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
suited (en)