sukcesa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sukcesa | sukcesaj |
αιτιατική | sukcesan | sukcesajn |
sukcesa (eo)
- πετυχημένος, που έχει επιτυχία