tatillon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tatillon | tatillons |
θηλυκό | tatillonne | tatillonnes |
Επίθετο[επεξεργασία]
tatillon (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tatillon | tatillons |
θηλυκό | tatillonne | tatillonnes |
tatillon (fr)