ternesto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ternesto | ternestoj |
αιτιατική | terneston | ternestojn |
ternesto (eo)
- η φωλιά (λαγού, κλπ.)