testamento

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

testamento < testament + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική testamento testamentoj
αιτιατική testamenton testamentojn

testamento (eo)

la Malnova Testamento, η Παλαιά Διαθήκη
la Nova Testamento, η Καινή Διαθήκη