tifone
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tifone | tifoni |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- tifone < (άμεσο δάνειο) πορτογαλική tufão < αραβική طُوفَان (ṭūfān) < σινική γλώσσα όπως η κινεζική 大風 (dàfēng). Συγκρίνετε με τη λατινική typhon < αρχαία ελληνική Τυφῶν.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tifone (it) αρσενικό
Πηγές[επεξεργασία]
- tifone - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).