tiler
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tiler | tilers |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tiler (en)
- (επάγγελμα, οικοδομική) ο πλακάς
ενικός | πληθυντικός |
tiler | tilers |
tiler (en)