tissu

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
tissu tissus

tissu (fr) αρσενικό

  1. το ύφασμα
    sac en tissu - υφασμάτινος σάκος (τσάντα)
  2. (ανατομία) ο ιστός