tissu
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tissu | tissus |
tissu (fr) αρσενικό
- το ύφασμα
- sac en tissu - υφασμάτινος σάκος (τσάντα)
- (ανατομία) ο ιστός