toilet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
toilet (en)
- η προσωπική περιποίηση και υγιεινή
- το αποχωρητήριο, ο καμπινές, η τουαλέτα, το WC
- η λεκάνη της τουαλέτας
- (μεταφορικά) ένα βρόμικο μέρος