tolaĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tolaĵo | tolaĵoj |
αιτιατική | tolaĵon | tolaĵojn |
tolaĵo (eo)
- το ασπρόρουχο
- το πανί
- la blanka tolaĵo - το λευκό πανί (για την προβολή εικόνων)