tolaĵo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

tolaĵo < tol- + -aĵ- + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική tolaĵo tolaĵoj
αιτιατική tolaĵon tolaĵojn

tolaĵo (eo)

  1. το ασπρόρουχο
  2. το πανί
    la blanka tolaĵo - το λευκό πανί (για την προβολή εικόνων)