tournant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tournant | tournants |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tournant (fr) αρσενικό
- η καμπή, η στροφή
- il se trouve à un tournant de sa carrière - βρίσκεται σε μια καμπή της σταδιοδρομίας του
Επίθετο[επεξεργασία]
tournant (fr)