tréma
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tréma | trémas |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- tréma < points tremaz < αρχαία ελληνική τρῆμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tréma (fr) αρσενικό
- τα διαλυτικά, σημείο στίξεως που δείχνει ότι το φωνήεν που προηγείται προφέρεται ξεχωριστά
- maïs et mosaïque s'écrivent avec un i tréma