trabo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trabo | traboj |
αιτιατική | trabon | trabojn |
trabo (eo)
- η δοκός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trabo | traboj |
αιτιατική | trabon | trabojn |
trabo (eo)