tracteur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tracteur | tracteurs |
tracteur (fr) αρσενικό
- ο ελκυστήρας, το τρακτέρ
ενικός | πληθυντικός |
tracteur | tracteurs |
tracteur (fr) αρσενικό