transgression

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
transgression transgressions

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

transgression (fr) θηλυκό

  1. η καταπάτηση, η παράβαση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

  1. παραβίαση κανόνα, ανομία