transplantoir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- transplantoir < transplanter
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tʁɑ̃s.plɑ̃.twaʁ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
transplantoir | transplantoirs |
transplantoir (fr) αρσενικό
- εργαλείο για τη μεταφύτευση φυτών, αποτελούμενο από ένα μεταλλικό ή ξύλινο χερούλι και ένα στρογγυλεμένο φτυαράκι
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη transplanter
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- transplantoir στη γαλλική Βικιπαίδεια