trentenaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
trentenaire | trentenaires |
Επίθετο[επεξεργασία]
trentenaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (σπάνιο) που διαρκεί τριάντα χρόνια, ο τριακονταετής
- ο τριαντάρης, ο τριακονταετής, που είναι τριάντα ετών