tricolore

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

tricolore < tricolor < λατινική tricolor

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
tricolore tricolores

tricolore (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. τρίχρωμος
  2. (στη Γαλλία) le drapeau tricolore: η τρίχρωμη σημαία (η γαλλική σημαία, που είναι μπλε, άσπρη και κόκκινη)
  3. (στη Γαλλία) les tricolores: η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου
  4. feu tricolore: το φανάρι της κυκλοφορίας (κόκκινο, πορτοκαλί, πράσινο)