tricolore
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tricolore | tricolores |
tricolore (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- τρίχρωμος
- (στη Γαλλία) le drapeau tricolore: η τρίχρωμη σημαία (η γαλλική σημαία, που είναι μπλε, άσπρη και κόκκινη)
- (στη Γαλλία) les tricolores: η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου
- feu tricolore: το φανάρι της κυκλοφορίας (κόκκινο, πορτοκαλί, πράσινο)