trideko

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

trideko < tridek + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική trideko tridekoj
αιτιατική tridekon tridekojn

trideko (eo)

trideko da vojaĝantoj atendis..., τριάντα ταξιδιώτες περίμεναν...