trideko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trideko | tridekoj |
αιτιατική | tridekon | tridekojn |
trideko (eo)
- ομάδα από τριάντα μέλη
- trideko da vojaĝantoj atendis..., τριάντα ταξιδιώτες περίμεναν...