tringler

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

tringler < tringle + -er

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tʁɛ̃.ɡle/

Ρήμα[επεξεργασία]

tringler (fr)

  1. τραβώ μια ευθύγραμμη γραμμή χάρη σε ένα σπάγγο που έχουμε περάσει μέσα σε κιμωλία
  2. (χυδαίο) γαμώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη tringle