tronçonneur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

tronçonneur < tronçonner

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
tronçonneur tronçonneurs

tronçonneur (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη tronçon