tronconique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tronconique | tronconiques |
tronconique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
tronconique | tronconiques |
tronconique (fr) αρσενικό ή θηλυκό