tronconique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

tronconique < tronc + cône

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
tronconique tronconiques

tronconique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που αποτελεί τον κορμό ενός κώνου
  2. που μοιάζει με κορμό κώνου