truchement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
truchement | truchements |
truchement (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) ο διερμηνέας
- (λογοτεχνία) ο αντιπρόσωπος
- το μέσον
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- par le truchement de - μέσω