truchement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
truchement truchements

truchement (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) ο διερμηνέας
  2. (λογοτεχνία) ο αντιπρόσωπος
  3. το μέσον

Εκφράσεις[επεξεργασία]