truffe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tʁyf/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
truffe truffes

truffe (fr) θηλυκό

  1. η τρούφα
  2. η μύτη ενός σκύλου, μιας γάτας
  3. (οικείο) χαζός, ανόητος