underestimation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- underestimation < under- + estimation
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
underestimation | underestimations |
underestimation (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η υποτίμηση, μια εκτίμηση για κάτι που είναι πολύ χαμηλό
- ↪ an underestimation of the opponent/the dangers - υποτίμηση του αντιπάλου/των κινδύνων
- ≈ συνώνυμα: underestimate