uproot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | uproot |
γ΄ ενικό ενεστώτα | uproots |
αόριστος | uprooted |
παθητική μετοχή | uprooted |
ενεργητική μετοχή | uprooting |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
uproot (en)
- ξεριζώνω
- ↪ The wind uprooted tens of trees.
- Ο άνεμος ξερίζωσε δεκάδες δέντρα.
- ↪ The wind uprooted tens of trees.