vacarme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
vacarme | vacarmes |
vacarme (fr) αρσενικό
- ο πάταγος, η παραζάλη, το πανδαιμόνιο, η βαβούρα, η οχλοβοή