vaguemestre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
vaguemestre | vaguemestres |
vaguemestre (fr) αρσενικό
- υπαξιωματικός γραμματοκομιστής στον στρατό ξηράς
- δίοπος (υπαξιωματικός του ναυτικού) γραμματοκομιστής σε πολεμικό πλοίο