valida
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | valida | validaj |
αιτιατική | validan | validajn |
valida (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | valida | validaj |
αιτιατική | validan | validajn |
valida (eo)