vaudois
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vaudois | vaudois |
θηλυκό | vaudoise | vaudoises |
vaudois (fr)
- μέλος χριστιανικής αίρεσης στη Γαλλία του 12ου αιώνα, η οποία απέρριπτε ό,τι δεν ήταν γραμμένο στη Βίβλο
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vaudois | vaudois |
θηλυκό | vaudoise | vaudoises |
vaudois (fr)
- σχετικός με την παραπάνω αίρεση